- ἐπικελευστικός
- ἐπικελευ-στικός, ή, όν,A cheering on: τὸ ἐ. the signal for attack, Polyaen.5.16.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικελευστικός — ἐπικελευστικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παροτρύνει, που ενθαρρύνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικελευστικόν σύνθημα για έφοδο κατά τού εχθρού … Dictionary of Greek
ἐπικελευστικά — ἐπικελευστικός cheering on neut nom/voc/acc pl ἐπικελευστικά̱ , ἐπικελευστικός cheering on fem nom/voc/acc dual ἐπικελευστικά̱ , ἐπικελευστικός cheering on fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικελευστικόν — ἐπικελευστικός cheering on masc acc sg ἐπικελευστικός cheering on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)